Connect with us

ΕΛΛΑΔΑ

100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή

Μαρτυρίες που συγκλονίζουν ακόμη, σχεδόν 100 χρόνια μετά

Η γενιά που ‘ζησε το χαμό, πάει έφυγε. Οι επόμενες γενιές οφείλουν να μαθαίνουν από την Ιστορία, να θυμούνται από τις διηγήσεις και να κρίνουν αθώους και φταίχτες. Μικρασία 1922 και ο Ελληνισμός ξεριζώνεται, σφαγιάζεται, εξανδραποδίζεται.

Το πρώτο παιδάκι το κλάψαμε και το θάψαμε…

 

Μαρτυρία Γιώργου Γρηγορίου από το Μπουγιουκλή: Στο δρόμο βρήκαμε ένα παιδάκι πεθαμένο. Πρησμένο και μελανιασμένο ήτανε, σε κακό χάλι. Ρωμιόπουλο ήτανε. Το κλάψαμε και σκάψαμε ένα λάκκο και το θάψαμε… Την άλλη μέρα στο δρόμο μας βρήκαμε κι άλλο παιδάκι πεθαμένο – ήτανε δεν ήτανε δέκα χρονών – και πιο κάτω άλλο και πιο κάτω άλλο. Πόσα απαντήσαμε κι εγώ δεν ξέρω. Το πρώτο το κλάψαμε, το θάψαμε· και το δεύτερο το ίδιο. Ύστερα όμως τα παρατούσαμε έτσι στη μέση του δρόμου, άκλαφτα και άθαφτα, Ούτε ένα κλαδάκι δεν ρίχναμε επάνω τους να τα σκεπάσουμε. Βλακεία κι απομωρία και κτηνωδία πέφτει στον άνθρωπο άμα δυστυχήσει πολύ. Κτηνώδεις πράξεις κάνει χωρίς να το καταλαβαίνει.

«Παππού σώσε με…»

 

Μαρτυρία του Αναστάση Χαρανή από το Γκερένκιοϊ: Οι γονείς μου μείνανε στις Φώκιες, Από κει τους πήρανε οι Τούρκοι μαζί μ’ άλλους Φωκιανούς, Γκερενκιοΐτες και Σερεκιοΐτες, και τους πήγανε στο εσωτερικό. Την άλλη μέρα διαλέξανε οι Τούρκοι τα καλύτερα κορίτσια κι οργιάσανε. Πήρανε και την ανηψιά μου. «Παππού», φώναζε αυτή, «…σώσε με»! Ο πατέρας μου δάκρυσε, όταν την άκουσε να φωνάζει. Αυτός που άλλοτε ήταν πανίσχυρος δεν μπορούσε να τη βοηθήσει. Απ’ όλη την οικογένεια μου εγώ γλύτωσα. Τους γονείς μου, τρία αδέλφια και πέντε ανήψια, όλους τους σφάξανε οι Τούρκοι.

Ούτε πόρτα ούτε παραθύρι!

 

Μαρτυρία Μαρίας Μπιρμπίλη από το Γιατζηλάρι: Μπήκαμε σ’ ένα καΐκι, μαζί και λίγοι χωριανοί, και βγήκαμε στη Χίο. Στην αρχή μείναμε στο λιμάνι. Χάμω στα χώματα κοιμόμαστε. Παίρνουμε τα έχοντά μας στον ώμο και τραβούμε νότια και πάμε σ’ ένα περιβόλι. Ο νοικοκύρης μας διώχνει, φοβήθηκε μη φάμε τα μανταρίνια. Πάμε σ’ έναν ελιώνα. Μας διώχνουν κι από κει. Εμείς δεν φύγαμε. Κερατά, του λέει ο άντρας μου, εμείς είμαστε διωγμένοι πού θες να πάμε; Κάναμε σπιτάκια με τσι πέτρες, σαν τα παιδιά, και κάτσαμε. Ένα μήνα μείναμε στη Χίο, ούτε παράθυρο ούτε πόρτα χιώτικη είδαμε ανοιχτή.

aleppo_greeks_loc_1.jpg
aleppo_greeks_loc_1.jpg

Πλήρωναν να τους κρεμάσουν

 

Μαρτυρία Θεόδωρου Λουκίδη από την Τσομπανησιά: Καθώς τους περνούσαν από τα τούρκικα χωριά οι Τούρκοι δίναν λεφτά για να αγοράσουν έναν αιχμάλωτο μόνο και μόνο για να τον σκοτώσουν και να εκδικηθούνε. Μεταξύ των πολλών που πήραν με τον τρόπο αυτό, έναν τον πήγε ο αφέντης του στο χωράφι. Εκεί φύτρωνε μια γκορτζιά. Έδεσε ένα σκοινί κι ετοιμαζόταν να τον κρεμάσει. Μαζεύτηκαν κι άλλοι χωριανοί για να ευχαριστηθούνε με το θέαμα… Την ώρα που ετοίμαζε τη θελιά, πήγε κι ένας γείτονας και του λέει: «Να σου δώσω είκοσι παγκανότες μου τον δίνεις; Να τον κρεμάσω εγώ στην αυλή μου, να κάνουν κι οι δικοί μου σεΐρι (χάζι); Στον δίνω. Έτσι τον πήρε ο άλλος για να τον κρεμάσει. Δεν το έκανε όμως· μόνο τον πήγε στο κτήμα του και του λέει: «Είδες τη θελιά; Ήταν για σένα. Ήσουν για τον άλλο κόσμο. Τώρα γλύτωσες. Είδα καλό από τους Χριστιανούς και θα το ανταποδώσω, Θα σε προστατεύσω». Του ΄δωσε ένα τσαπιστηράκι και του ΄πε: «Αν σε ρωτήσει κανείς να πεις ότι σκάβεις». Τελικά τόσο τον αγάπησε που ήθελε να τον κάνει γαμπρό του.

Χειρότερα κι από ζώα

 

Μαρτυρία Κοντού Κωνσταντίνας (από το αρχείο του Συλλόγου Μικρασιατών Ανατολικής Φθιώτιδας): Ένα άλλο που θυμάμαι ήταν οι κακές σχέσεις που είχαν οι ντόπιοι με τους πρόσφυγες. Μας φέρθηκαν χειρότερα κι από ζώα κι ας ήμασταν αδέρφια τους. Για κάθε κακό που γινόταν στη Στυλίδα εμάς τους πρόσφυγες κατηγορούσαν. Τα παιδιά των προσφύγων τα χτύπαγαν ,ενώ τα δικά τους τα φοβέριζαν ότι αν δεν ήταν φρόνιμα θα τα έδιναν στους πρόσφυγες να τα φάνε. Οι ντόπιοι μας φωνάζανε «τουρκόσπορους» και μας καίγανε στην καρδιά. Εμείς είχαμε ξεριζωθεί από την πατρίδα και οι ντόπιοι μας ξερίζωναν κι απ’ τον εαυτό μας. Το μίσος αυτό έμεινε για πολλά χρόνια. Το 1948 ο Δήμαρχος της Στυλίδας , διορισμένος, έκρινε σωστό να κλείσει με συρματόπλεγμα τον προσφυγικό συνοικισμό έξω από τη Στυλίδα για να μας πάρουν οι αντάρτες. Αλλά εμείς τρέχαμε να πάμε στους αντάρτες.

Γέμισε η προκυμαία πτώματα

 

Μαρτυρία Απόστολου Ρουκουνιώτη από το Αϊβαλί Μικράς Ασίας (από το αρχείο του Συλλόγου Μικρασιατών Ανατολικής Φθιώτιδας): Οι καπνοί ανεβαίνανε μέχρι τον ουρανό και ο κόσμος κατέβαινε στην παραλία για να βρει μέσον να φύγει, αλλά με τι να φύγει αφού όσα καΐκια ήταν στο λιμάνι φόρτωναν κόσμο και μικρά παιδιά. Οι βάρκες χωρούσαν 50 άτομα και έμπαιναν 100 για να γλυτώσουν οπότε και οι βάρκες βούλιαζαν επιτόπου. Είχε γεμίσει η προκυμαία πτώματα, παντού υπήρχε μια ολοκληρωμένη καταστροφή. Βλέποντας αυτά ο πατέρας μου τότε, φύγαμε με τη βάρκα που ήμασταν όλοι μέσα. Πήγαμε κι εγκατασταθήκαμε σ’ ένα νησί που βρισκόταν ανάμεσα στο Αϊβαλί και τη Μυτιλήνη.

anatolia-west-epappas11.jpg
anatolia-west-epappas11.jpg

Γυρίζω και βλέπω τη μάνα μου πεθαμένη

 

Μαρτυρία Εριφύλης Σταματιάδου από το Κιόσκι: Μας κυνηγούσε η φωτιά και το βόλι του Τούρκου. Αλλοφροσύνη ήτανε, ο άνθρωπος έχανε τα λογικά του. Εκεί που τρέχαμε,  άκουσα πυροβολισμό πίσω μου και γυρίζω και βλέπω τη μάνα μου κάτω πεθαμένη. Το κορίτσι μου είδε μπρος στα μάτια του να σκοτώνουν τη γιαγιά του. Στα χέρια του μείνανε τα αίματα. Εγώ έτρεχα με το αγόρι μου. Λογικό δεν είχα πια! Ένας Τούρκος μ’ άρπαξε το παιδί απ’ τα χέρια και το ΄μπασε σ’ ένα σπίτι. Τότες με έπιασε η μεγάλη τρέλα. Φώναζα, έκλαιγα, τραβούσα τα μαλλιά μου. Ποιος να δώσει προσοχή σ’ εμένα! Όλοι χαμένοι ήτανε. Βρέθηκε ένας Τούρκος, Αλής, φίλος του αδελφού μου, και με είδε έτσι που ήμουνα· μπήκε αμέσως στο σπίτι, μίλησε, φώναξε, και έβγαλε το παιδί και μου το παράδωσε στα χέρια μου.

 

Πηγές: Η ΕΞΟΔΟΣ – ΤΟΜΟΣ Α’ – ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΠΑΡΧΙΕΣ ΤΩΝ ΔΥΤΙΚΩΝ ΠΑΡΑΛΙΩΝ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣΙΑΣ- ΕΚΔ: ΚΕΝΤΡΟ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ – 1980.

 

– Αρχείο του Συλλόγου Μικρασιατών Ανατολικής Φθιώτιδας.

Click to comment

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

More in ΕΛΛΑΔΑ